- ναρκοβόλο
- τοναυτ. πλοίο ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο που χρησιμοποιείται για την πόντιση ναρκών σε θαλάσσια περιοχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + -βόλο (< βάλλω), πρβλ. μυδραλιο-βόλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
ναρκοθέτιδα — και ναρκοθέτις, η ναυτ. το ναρκοβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + θέτις (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ιστο θέτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. ναρκοθέτις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek